αθιακώνω

αθιακώνω
[αθιάκι]
1. μπήγω αθιάκι στο τσουκάνι τού αλωνιού για να γίνει σκληρότερο
2. (γενικότερα) κάνω κάτι σκληρό, σκληραίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αθιάκι — και κιν, το (στην Κύπρο) 1. σκληρός πυρίτης λίθος, που σπινθηροβολεί κατά την κρούση του με σίδηρο. Λόγω τής σκληρότητας και τής αιχμηρότητάς του χρησιμοποιείται στα τσουκάνια για το αλώνισμα 2. μτφ. χαρακτηρίζει κάθε σκληρό πράγμα «αθιάκι είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”